ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΕΛΕΤΗΣ ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ,
οικονομολόγος – τραπεζικός
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που αφορούν κάθε χώρα, πολύ περισσότερο ένας κράτος μέλος της ΕΕ, είναι οι διεθνείς σχέσεις και ειδικότερα η εξωτερική πολιτική που ασκείται.
Η αλήθεια είναι ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ασκεί μία ιδιαίτερη και αμφιλεγόμενη εξωτερική πολιτική με αργά αντανακλαστικά και αντιδράσεις, σαν να έχει δεύτερες σκέψεις για τις προσεγγίσεις τις οποίες κάνει και υποστηρίζει στο διεθνές γίγνεσθαι.
Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα πρέπει να δούμε τα πράγματα από την αρχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όπου μπήκε στην εξίσωση η λεγόμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, η οποία επί της ουσίας, ήταν μία σαφής προσέγγιση με την Ρωσία και τίποτα παραπάνω όσον αφορά τις μεγάλες δυνάμεις.
Να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που αντιτάχθηκε σθεναρά στην επικύρωση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας για το θέμα της Ουκρανίας, προκαλώντας τον εκνευρισμό της ΕΕ αλλά και φυσικά των ΗΠΑ, κατηγορώντας την χώρα για αμφιλεγόμενη πολιτική για ένα ενεργό κράτος μέλος της Ένωσης αλλά και μέλος του ΝΑΤΟ.
Γνωρίζουμε όλοι επίσης πολύ καλά, ότι η σπασμωδική προσέγγιση της κυβέρνησης σε Ρωσία και Κίνα για δανεικά και προσπάθεια μείωσης του δημοσίου χρέους έπεσε στο κενό, καθώς κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να δανείσει την Ελλάδα με τόσο άσχημη δημοσιονομική κατάσταση τα προηγούμενα δύο έτη.
Εκτός αυτού, παρά την ψήφιση τελικά του 3ου Μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, η ρότα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συνέχισε να κινείται σε αντισυστημικά ύδατα αρκετές φορές, όπως για παράδειγμα στις σχέσεις της ΕΕ αλλά και των ΗΠΑ με την Λατινική Αμερική.
Η υπεράσπιση της κυβέρνησης Μαδούρο στην Βενεζουέλα από τον ΣΥΡΙΖΑ η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, όταν όλοι γνωρίζουν ότι έχει συντελεστεί πραξικόπημα με δημοκρατικό μανδύα, είναι παροιμιώδης, με αγορεύσεις μάλιστα αρκετών βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος υπέρ του συγκεκριμένου καθεστώτος.
Επίσης δεν πρέπει να λησμονούμε την επισημότητα που έδωσε η κυβέρνηση στον θάνατο του Φιντέλ Κάστρο της Κούβας όταν η χώρα μας ήταν από τις ελάχιστες δυτικές χώρες που συμμετείχαν ενεργά τόσο στην κηδεία του όσο και αποτίνοντας φόρο τιμής για την πορεία του ενάντια στις ΗΠΑ και τις δυτικές δυνάμεις ευρύτερα.
Να θυμίσουμε επίσης την αισιοδοξία που καλλιεργούσε συστηματικά η κυβέρνηση χωρίς το απαραίτητο υπόβαθρο στις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού και την αμηχανία που προκαλούσε πολλές φορές και στην Κυπριακή πλευρά με τον τρόπο που ο ίδιος ο υπουργός εξωτερικών χειριζόταν την όλη υπόθεση.
Το φιάσκο τελικά της μη λύσης στο Κυπριακό για μία ακόμη φορά, μπορεί να μην βαραίνει αποκλειστικά την ελληνική διπλωματία, σίγουρα όμως δημιούργησε πολλά ερωτηματικά για το τί πήγε στραβά και τί θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί στις συνομιλίες που διεξήχθησαν στην Ελβετία.
Φτάνοντας στο σήμερα, είδαμε τον πρωθυπουργό να βρίσκεται μπροστά στον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλτ Τραμπ και να τον επαινεί, να συμφωνεί για την αναβάθμιση των αεροσκαφών F16 και παράλληλα να εξαίρει την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, την οποία τοποθέτησε μόνο ως προς το σκέλος της Μέσης Ανατολής, αγνοώντας φυσικά τον Ρωσικό παράγοντα που εγκατέλειψε κακήν κακώς λόγω των αμερικανικών αντιδράσεων.
Ακόμα και στο θέμα του μεταναστευτικού είδαμε άκαιρες και άστοχες παρεμβάσεις του Υπουργού Άμυνας παίζοντας τον άχαρο ρόλο ενός εναλλακτικού υπουργού εξωτερικών, με απειλές προς την ΕΕ ότι αν δεν βοηθήσει την Ελλάδα, τότε από το έδαφος της χώρας, θα περάσουν επικίνδυνοι τζιχαντιστές που μπορεί να προκαλέσουν σημαντικά τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη.
Όσον αφορά τις πολύ πρόσφατες εξελίξεις με την ισπανική κρίση και το θέμα της Καταλονίας, η ελληνική κυβέρνηση ήταν η μοναδική που αντέδρασε με καθυστέρηση δύο ημερών για το θέμα, δηλώνοντας ότι σέβεται την ισπανική κυριαρχία, σπεύδοντας όμως να μιλήσει για διάλογο των δύο πλευρών, κλείνοντας το μάτι ταυτόχρονα στην Καταλανική πλευρά.
Μάλιστα το σημείο που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η επίθεση της ακροαριστερής ομάδας Ρουβίκωνας στην Ισπανική Πρεσβεία ως διαμαρτυρία για την καταστολή των ισπανικών δυνάμεων στους ψηφοφόρους της Καταλονίας, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως εχθρική ενέργεια από την Ελλάδα καθώς βάσει διεθνούς δικαίου, η πρεσβεία θεωρείται ξένο έδαφος.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό, ότι η χώρα μας αφενός δεν έχει κανένα στρατηγικό σχέδιο, αφετέρου σύρεται από τις εξελίξεις πιεζόμενη κάθε φορά από τα ιδεολογικά της ένστικτα και τις αγκυλώσεις της, να δηλώνει με το ζόρι, ότι είναι υπέρ της ευρωπαϊκού οράματος, της κυριαρχίας των κρατών μελών κλπ. Πρέπει κάποια στιγμή η ελληνική κυβέρνηση να κατανοήσει, ότι η ασφάλεια της χώρας, η έννομη τάξη, αλλά και οι ατυχείς δηλώσεις στελεχών της για ολοκληρωτικά καθεστώτα, είναι θέματα τα οποία εκθέτουν την χώρα συνολικά και δεν συνάδουν με την γεωστρατηγική της θεση.
Η Ελλάδα πρέπει να έχει σχέδιο, σύνεση και γρήγορα αντανακλαστικά στο διεθνές περιβάλλον, αν επιθυμεί να παίξει τον ρόλο που της αναλογεί προς τον συμφέρον πάντα ολόκληρου του ελληνικού λαού που δεν νιώθει να εκπροσωπείται τις περισσότερες φορές από παλινωδίες και αντιφάσεις που θυμίζουν άλλες εποχές.