Γράφει ο Μελέτης Ρεντούμης, οικονομολόγος – τραπεζικός

Η ελληνική κυβέρνηση, μετά το αφήγημα για την έξοδο από τα Μνημόνια και την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, προσπαθεί να περάσει παντού το μήνυμα ότι είναι η μοναδική κυβέρνηση που μπορεί να προχωρήσει σε συμφωνίες πάνω στα κρίσιμα εθνικά θέματα, αναφέροντας την συμφωνία των Πρεσπών για το ονοματολογικό στο Σκοπιανό.

Βέβαια τα εθνικά θέματα της χώρας είναι ζωτικής σημασίας, είναι γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και έχουν οικονομικές προεκτάσεις που μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες για τις επόμενες δεκαετίες, αν γίνουν λάθος κινήσεις χωρίς τον απαραίτητο σχεδιασμό.

Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, είχε υποσχεθεί μία πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική την οποία εννοούσε κυρίως όσον αφορά την προσέγγιση της χώρας προς την Ρωσία, σε μία σειρά από θέματα και την αντίστοιχη απομάκρυνση από τις ΗΠΑ.

Αυτός ήταν και ο λόγος που επανειλημμένως η κυβέρνηση δεν συνομολογούσε με τα ψηφίσματα της ΕΕ για την καταδίκη της Ρωσίας για την Ουκρανία και την επέκταση των κυρώσεων εναντίον της.

Πλέον όλοι γνωρίζουμε τί ακριβώς έχει συμβεί μετά από 3 χρόνια και που βρίσκονται για παράδειγμα οι σχέσεις Ελλάδος Ρωσίας μετά και την απέλαση των Ρώσων διπλωματών.

Η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι βιάζεται με κάθε τρόπο να κλείσει όλα τα εθνικά θέματα γρήγορα και πρόχειρα με στόχο να εισπράξει κάποιες διεθνείς επευφημίες χωρίς όμως να είναι σαφές τί τελικά πετυχαίνει η χώρα στις διακρατικές συμφωνίες.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η Ελλάδα είναι χώρα της ΕΕ και της Ευρωζώνης και μέλος του ΝΑΤΟ και σαφώς θα πρέπει να ακολουθεί μία πολιτική με δυτικό προσανατολισμό στις συμμαχίες της.

Αυτό όμως δεν τις στερεί το δικαίωμα να έχει σχέσεις με την Ρωσία ή όποια άλλη μεγάλη υπερδύναμη και να διεκδικεί άμεσες ξένες επενδύσεις για την χώρα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αυξήσει την οικονομική της επιρροή με τις εξαγωγές της.

Αυτή την στιγμή το να βρίσκονται οι σχέσεις της Ελλάδος με την Ρωσία στο ναδίρ, σίγουρα δεν είναι καλός οιωνός για την ισορροπία στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου αλλά δεν προάγει και τα συνολικά συμφέροντα της χώρας.

Επίσης δεν είναι σαφές και δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για το τι έχει λάβει η χώρα μας μετά την διπλωματία με τις ΗΠΑ, αλλά και στην συμφωνία στο Σκοπιανό, πέραν του γεγονότος ότι έχει δώσει εκτός από το όνομα Μακεδονία, την εθνότητα και την ταυτότητα.

Εκτός από αυτό όμως, η κυβέρνηση ήδη έχει ανακοινώσει πρωτοβουλίες για την επίλυση θεμάτων με την Αλβανία, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο ή στην Βουλή, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση μίας εν κρυπτώ διπλωματίας που οδηγεί σε τετελεσμένα την χώρα.

Μάλιστα η κυβέρνηση, χωρίς να ενημερώσει κανέναν έχει ήδη ανοίξει το θέμα της ΑΟΖ με την Αλβανία, το οποίο έχει σοβαρές προεκτάσεις με τα Διαπόντια νησιά και στην χάραξη της ΑΟΖ με την Τουρκία, η οποία με την σειρά της περιμένει τέτοιου είδους αποφάσεις, για να τις χρησιμοποιήσει υπέρ της, επεκτείνοντας την τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο.

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική εξωτερική πολιτική, από σταθερή και με προσεκτικά βήματα προσέγγιση των εξωτερικών συμμάχων, έχει μετατραπεί σε μία αρένα συζητήσεων εφ’όλης της ύλης, με στόχο να συμμετέχει στο συνολικό αφήγημα της κυβέρνησης περί ανάπτυξης, διεθνούς κύρους και συμμαχιών, όταν τελικά αυτά τα οποία πετυχαίνει η κυβέρνηση είναι να τα ανοίξει όλα και στο τέλος να βρεθεί εκτεθειμένη από τα σενάρια των συμφωνιών που της προτείνονται.

Απαιτείται λοιπόν μεγαλύτερη σοβαρότητα και σύνεση στα εθνικά θέματα, καθώς και ο απαραίτητος εθνικός διάλογος πριν την οποιαδήποτε συμφωνία που θα δεσμεύει την χώρα, με στόχο να προληφθούν απροσδόκητες συνέπειες.