Η Τουρκία αναγκάστηκε να δανειοδοτηθεί από το Δ.Ν.Τ. το Μάρτιο του 2001 με το ποσό των 17,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων,Picture ώστε να αμβλυνθεί η μεγάλη οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε. Το γεγονός ότι σήμερα βρίσκεται στην 16η θέση μεταξύ των 20 μεγαλύτερων οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο (G-20), επιβεβαιώνει ότι κατάφερε να ανατάξει την παραπαίουσα οικονομία της.
Η δέσμη μέτρων που έλαβε τότε το οικονομικό επιτελείο της γειτονικής χώρας με επικεφαλής τον Κεμάλ Ντερβίς, ευθυγραμμιζόμενο με τις επιταγές του Δ.Ν.Τ. αφορούσαν τον περιορισμό των κρατικών δαπανών και της γραφειοκρατίας, το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, τη μείωση των εταιρικών φόρων, τ
ην παροχή ισχυρών κινήτρων για την αύξηση της επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων καθώς και την ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών, όπως π.χ. το μονοπώλιο καπνού και ποτών (TEKEL). Επιπλέον αποφασίστηκε η ισοτιμία της τουρκικής λίρας να καθορίζεται μόνο από την αγορά και έτσι με την υποτίμησή της τριπλασιάστηκαν οι εξαγωγές των τουρκικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Αφού σταθεροποιήθηκε η τουρκική οικονομία και σημείωσε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης η τουρκική κυβέρνηση διαφώνησε με τους εκπροσώπους του Δ.Ν.Τ., διέκοψε τις διαπραγματεύσεις το Μάιο του 2008 και εφάρμοσε αντίθετα μέτρα από όσα σύστηνε το Δ.Ν.Τ. Συγκεκριμένα με τη μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του Φ.Π.Α. και την παροχή κινήτρων αναπτυξιακής πολιτικής πραγματοποιήθηκε ο τριπλασιασμός του Α.Ε.Π. της Τουρκίας κατά τα τελευταία 7 έτη. Παράλληλα ο ρυθμός πληθωρισμού και το δημόσιο χρέος της περιορίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ικανοποιούνται οι δείκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Τέλος σε βάθος χρόνου ενισχύθηκε κεφαλαιακά το κλονισμένο τραπεζικό σύστημα της Τουρκίας, το οποίο σταδιακά θωρακίστηκε κεφαλαιακά, αποκτώντας αυξημένη ρευστότητα και επιτοκιακή σταθερότητα και επετεύχθη αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη, η οποία άγγιξε το 11,7% (σε όρους αύξησης του Α.Ε.Π.) κατά το 1ο τρίμηνο του 2010 παρά τη συρρίκνωση του Α.Ε.Π. της το 2009 κατά 4,7%. Εξίσου υψηλή υπήρξε η επέκταση του Α.Ε.Π. της και κατά το 2ο, 3ο και 4ο τρίμηνο του 2010, ώστε να σημειώσει συνολική ανάπτυξη κατά 8,2% το 2010, υπερβαίνοντας τις προβλέψεις της τουρκικής κυβέρνησης που ανέμενε ποσοστό ανάπτυξης 7%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Τουρκία να αποτελεί την 3η πιο αναπτυσσόμενη χώρα σε παγκόσμια κλίμακα μετά την Κίνα και την Ινδία! Οι προαναφερθείσες εξελίξεις οδήγησαν τον Πρόεδρο Αμπντουλλάχ Γκιουλ να δηλώσει, πριν από ένα περίπου χρόνο, ότι “η Τουρκία κάποτε ήταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης και σήμερα είναι ο μόνος υγιής”. Παρεμφερή πορεία ακολουθεί η τουρκική οικονομία και το 2011. Συγκεκριμένα το 1ο και 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους αναπτύχθηκε με ρυθμούς πάνω από 6% (το 2ο τρίμηνο κατά 8,8%). Η τουρκική στατιστική υπηρεσία προέβη σε αναθεώρηση του ποσοστού ανάπτυξης σε 11,6% από 11% που είχε αρχικά προβλεφθεί. Όσον αφορά το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.) της Τουρκίας κυμάνθηκε στα 8600 δολάρια το 2009, ενώ άγγιξε τα 10080 δολάρια το 2010.
Με δομικές και διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις και καινούρια, ιδιαίτερα ελκυστική στις άμεσες ξένες επενδύσεις νομοθεσία η Τουρκία έχει διαμορφώσει μια ανταγωνιστική οικονομία, που διαθέτει υψηλού επιπέδου υποδομές (infrastructure), οι οποίες της εξασφαλίζουν σταθερή ανάπτυξη. Ωστόσο ο μέσος μισθός του Τούρκου ανειδίκευτου εργάτη κυμαίνεται στα 350 ευρώ μηνιαίως. Η βαρύτητα της Τουρκίας σε παγκόσμια κλίμακα αυξάνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς παρά τις διαστρωματικές, οικονομικοκοινωνικές αντιθέσεις και τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, διότι η γειτονική χώρα διαθέτει αποκρυσταλλωμένους και ισχυρούς στόχους (objectives) για την εσωτερική και διεθνή οικονομική της πολιτική, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν μια γενικότερη διεθνή στρατηγική υψηλής στάθμης, που σχεδιάζεται με υψηλές απαιτήσεις και στρατηγικές επιδιώξεις, με γνώμονα πρωτίστως το εθνικό συμφέρον.
Στις μέρες μας η Ελλάδα βρίσκεται στην περιδίνηση του Δ.Ν.Τ. λόγω των οξύτατων οικονομικών της προβλημάτων και προσπαθεί να βελτιώσει τους οικονομικούς της δείκτες (έλλειμμα, χρέος κτλ.) και να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για την έξοδό της από την παρούσα κρίση. Στο σημείο αυτό μήπως θα έπρεπε να ακολουθήσει ως ένα βαθμό και με τις αναγκαίες τροποποιήσεις το παράδειγμα της Τουρκίας, ώστε να επιτύχει τον τερματισμό της ύφεσης και να αναπτυχθεί οικονομικά; Βέβαια η Τουρκία υποτιμά όποτε κρίνει σκόπιμο την τουρκική λίρα, για την προώθηση των εξαγωγών και την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας και επιχειρηματικότητάς της. Η Ελλάδα δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, αλλά είναι κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μπορεί να αξιοποιήσει κατάλληλα τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κτλ.), το ειδικευμένο και ανειδίκευτο εργατικό της δυναμικό και γενικότερα τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, με στόχο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τρέχουσα κρίση.