του Βαγγέλη Αρεταίου

Η καρδιά του χτυπάει στο στήθος του σαν ταμπούρλο. Ωρες πολλές περίμενε  εδώ μαζί με τους άλλους εθελοντές στην παραλία έξω από το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, μια από τις παραλίες με τις περισσότερες αφίξεις από Τουρκία. Είναι η πρώτη του φορά που βοηθάει πρόσφυγες να κατέβουν με ασφάλεια από τις βάρκες.

Ένα δυνατό φως τρυπάει το σκοτάδι. Σαν να ψάχνει κάτι μέσα στη νύχτα και στην τρικυμία. Η Νουρ σφίγγει την κόρη της που ’ναι τριών χρονών και την έχει βαθιά μέσα στην αγκαλιά της για να μην βρέχεται. Το φως αυτό δεν είναι σαν τ’ άλλα τα φωτάκια που έχει δει όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες πάνω στη βάρκα τους να ξεφεύγουν  για λίγο από τη νύχτα και να φαίνονται κάπου μακριά. Το φως αυτό είναι σαν σπαθί που κόβει το σκοτάδι.

Το κορμί της Νουρ τρέμει. Από κρύο. Και από φόβο. Ώρες ατέλειωτες που είναι σ’ αυτήν την καταραμένη βάρκα τη φουσκωτή, με τα πόδια της βουτηγμένα στο κρύο νερό που μπαίνει από τα κύματα, με το στομάχι της να έχει ανέβει στον λαιμό της, με την κόρη της που έγινε τριών χρονών πριν δέκα μέρες σφιχτά χωμένη στο στήθος της.

Όλοι τους στη βάρκα πάνω τώρα έχουν κολλήσει τα μάτια τους πάνω στο φως αυτό που έρχεται από κάπου μπροστά.

Περιμένουν. Φοβούνται. Βρέχει δυνατά κι έχει αέρα και τα βλέφαρα της Νουρ κλείνουν διαρκώς για να προστατεύσουν τα μάτια από το νερό που μαζί με τη βροχή βάζει μέσα και αλάτι από τη θάλασσα και τα κάνει να τσούζουν.

Νιώθει τα χέρια του άντρα της να την κρατάνε, όχι και τα δυο χέρια, όχι, το ένα του χέρι μονάχα, το αριστερό, γιατί με το δεξί κρατάει το σκοινί που τυλίγεται γύρω από τη βάρκα για να κρατιέται και για να κρατάει κι αυτήν και την κόρη τους.

Ο θόρυβος της θάλασσας και της βροχής ίσα-ίσα που αφήνει να ακούγεται ο θόρυβος της μηχανής της βάρκας. Τα μάτια της ανοιγοκλείνουν.

Το φως πέφτει τώρα πάνω τους.

Στη βάρκα γύρω της όλοι τώρα φωνάζουν. Λένε ότι έφτασαν, ότι πρέπει η βάρκα να πάει πάνω στο φως το μεγάλο.

Ακούγονται ξαφνικά και φωνές μέσα απ’ το βουητό της τρικυμίας και βλέπουν και χέρια ανθρώπινων σκιών να κουνιούνται στην παραλία μπροστά τους.

Η βάρκα τους κουνάει πιο πολύ τώρα. Οι σκιές γίνονται τώρα άνθρωποι με σκούφους και με αδιάβροχα που φέγγουν μέσα στη νύχτα. Οι φωνές τους ακούγονται όλο και πιο δυνατά.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΤΗΝ ΜΗΝΙΑΙΑ ΗΧΩ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ